- ὑποχωροῦντας
- ὑποχωρέωgo backpres part act masc acc pl (attic epic doric)ὑποχωρέωgo backpres part act masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπισθονόμος — ὀπισθονόμος, ον (Α) (για ένα είδος βοδιών τής Λιβύης τα οποία ήταν αναγκασμένα να βόσκουν υποχωρώντας λόγω τής προς τα εμπρός κλίσης τών κεράτων τους) αυτός που βόσκει βαδίζοντας προς τα πίσω («τοῑς ὀπισθονόμοις βουσί καὶ γὰρ ἐκείνους νέμεσθαί… … Dictionary of Greek